θρησκειολογία

θρησκειολογία
Επιστήμη που εξετάζει το θρησκευτικό φαινόμενο από ιστορική, ψυχολογική και φιλοσοφική άποψη. Η θ. αναπτύχθηκε ως επιστήμη κατά τους νεότερους χρόνους, οπότε διευρύνθηκε o ορίζοντας των γνώσεων γύρω από τις συγκεκριμένες εκδηλώσεις του Θρησκευτικού βιώματος των διαφόρων λαών και σημειώθηκε ιδιαίτερη πρόοδος στον τομέα των επιστημών του ανθρώπου, όπως η εθνολογία, η γλωσσολογία, η ψυχολογία κ.ά., που αποτελούν σημαντικούς βοηθητικούς κλάδους γνώσης για τη θ. Ειδικότερα, η ιστορική προσέγγιση του θρησκευτικού φαινόμενου βασίζεται στην έρευνα της γένεσης και της ιστορικής εξέλιξης των διαφόρων θρησκευμάτων, στην ανάλυση των κοινωνικών παραγόντων διαμόρφωσής τους και στον καθορισμό των χαρακτηριστικών μορφών τους από τυπολογική άποψη. Αναφορικά με τη μελέτη του χριστιανισμού, η συστηματική ανίχνευση των ιστορικών συνθηκών της εμφάνισης και της διάδοσής του και η ανεύρεση των αντιστοιχιών ή των συναφειών ανάμεσα σε αυτόν και στη θρησκευτική παράδοση άλλων λαών, οδήγησε σε μια ακριβέστερη κατανόηση του ιδιόμορφου χαρακτήρα του και εξασφάλισε τις προϋποθέσεις για μια ουσιαστικότερη και πιο γόνιμη ερμηνεία τόσο της Παλαιάς όσο και της Καινής Διαθήκης. Βασικά, η συστηματική ιστορική μελέτη της χριστιανικής θρησκείας εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αι., στο πλαίσιο της προτεσταντικής θεολογίας και θεμελιώθηκε κυρίως με το έργο των εκπροσώπων της λεγόμενης θρησκειολογικής σχολής (Γκούνκελ, Γκρέσμαν, Μπουσέ, Βάις και Βρέντε), οι οποίοι προσπάθησαν να αποδείξουν τις πολλαπλές επιδράσεις των εθνικών Θρησκευμάτων στη χριστιανική παράδοση και να περιγράψουν με αυστηρά ορθολογικό τρόπο το φιλοσοφικό περιεχόμενο του χριστιανισμού. Σχετικά με τη μελέτη των θρησκευτικών συστημάτων των αλλόθρησκων λαών, σημαντική υπήρξε η συμβολή του διαπρεπούς Γερμανού γλωσσολόγου και εθνολόγου Μαξ Μίλερ, o οποίος προσέφερε, κυρίως με το έργο του Εισαγωγή στη συγκριτική θρησκειολογία (1874), πολύτιμο ιστορικό υλικό για τη γνωριμία με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και τα λατρευτικά έθιμα των ιθαγενών πληθυσμών της Ασίας και της Αμερικής. Στις αρχές του 20ού αι., ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε, στο πλαίσιο των θρησκειολογικών ερευνών, στην επισήμανση των καθοριστικών ψυχολογικών παραγόντων για την ιστορική εκδήλωση του θρησκευτικού βιώματος, ενώ χρησιμοποιήθηκαν οι μέθοδοι τόσο της ατομικής όσο και της ομαδικής ψυχολογίας για την εμβάθυνση στη φύση της θρησκείας και για την περιγραφή της λειτουργίας της θρησκευτικής συνείδησης. Κύριος εισηγητής της ατομικής ψυχολογικής μεθόδου ήταν ο Αμερικανός Γουίλιαμ Τζέιμς, ο οποίος διατύπωσε την άποψη ότι η θρησκεία είναι ατομικό βίωμα, που συνδέεται με τα πρωταρχικά θρησκευτικά συναισθήματα των ανθρώπων που αναδείχτηκαν, χάρη στη δύναμή τους να επικοινωνούν με το θείο, σε ιδρυτές μιας θρησκείας, σε προφήτες ή σε αγίους. Σύμφωνα με τον Τζέιμς, το θρησκευτικό βίωμα είναι ριζωμένο στα βαθύτερα στρώματα του υποσυνείδητου, το οποίο αποτελεί το σημαντικότερο μέρος του εγώ και βρίσκεται σε άμεση ανταπόκριση και επαφή με την υπερβατική πραγματικότητα του θείου. Η μεγάλη ποικιλία που χαρακτηρίζει την έκφραση των θρησκευτικών συναισθημάτων των ανθρώπων ανάγεται στις ιδιοσυγκρασιακές τους διαφορές και γι’ αυτό η μελέτη της θα πρέπει να ξεκινά από μια καθαρά υποκειμενική αφετηρία. Σε αντίθεση με τον ατομικό τρόπο ερμηνείας του θρησκευτικού βίου, η εφαρμογή των μεθόδων της ψυχολογίας των λαών αποβλέπει στην αποκατάσταση των στενών σχέσεων που υπάρχουν ανάμεσα στα εσωτερικά προσωπικά κίνητρα της θρησκευτικής συμπεριφοράς και στα κοινωνικά αντικειμενικά της δεδομένα. Βασικός εκπρόσωπος της τάσης αυτής ήταν ο B. Βουντ, ο οποίος υποστήριξε ότι η θρησκεία είναι κοινωνικό δημιούργημα, δηλαδή προϊόν των αλληλεπιδράσεων των ατομικών συνειδήσεων και ότι η ψυχολογία της θα πρέπει να ασχολείται αφενός με τη διαδικασία της γέννησης και της διαμόρφωσής της σε αντικειμενικό δημιούργημα και αφετέρου με τις αρχές ή τους νόμους σύμφωνα με τους οποίους εξελίσσεται ως φαινόμενο της ψυχής του κοινωνικού συνόλου. Τα πορίσματα της ιστορικής και ψυχολογικής εξέτασης της θρησκείας αποτέλεσαν τη βάση για την ανάπτυξη της φιλοσοφικής της ερμηνείας, που επιζητεί να φωτίσει την ουσία του θρησκευτικού βιώματος και να προσδιορίσει την αξία του για την πνευματική ζωή του ανθρώπου. Η φιλοσοφία της θρησκείας, ανάλογα με το αν εξαρτάται από μεταφυσικές προϋποθέσεις ή από το περιεχόμενο της συνείδησης, μπορεί να διακριθεί σε γνωσιολογία της θρησκείας, που ασχολείται με τη σχέση του θρησκευτικού γεγονότος με τις νοητικές απαιτήσεις, σε μεταφυσική της θρησκείας, που επιχειρεί να συνδέσει τις νοητικές αυτές απαιτήσεις με τις γενικότερες αρχές της φιλοσοφικής γνώσης και σε ηθική της θρησκείας, που ασχολείται με την ηθική σημασία που ενέχει το θρησκευτικό φαινόμενο. Οι κύριες κατευθύνσεις του φιλοσοφικού ενδιαφέροντος για τη θρησκεία είναι δύο: η πρώτη έχει ως αντικείμενο αναφοράς το πρόβλημα της αλήθειας της θρησκευτικής πραγματικότητας, το οποίο αντιμετωπίζεται είτε με την εφαρμογή μιας μεθόδου που επιδιώκει να προσδιορίσει τη σταθερή και αμετάβλητη ουσία που υπόκειται στην ιστορική πολυμορφία του θρησκευτικού βιώματος είτε με την εφαρμογή μιας κριτικής μεθόδου που αναγνωρίζει το συνειδησιακό περιεχόμενο του θρησκευτικού γεγονότος και απορρίπτει την υπερβατική ή αποκαλυπτική του διάσταση· η δεύτερη, αντίθετα, έχει ως αντικείμενο αναφοράς το πρόβλημα της φύσης των θρησκευμάτων και ταυτίζεται από τη μία πλευρά με την προσπάθεια να καθοριστεί o εμπειρικός χαρακτήρας του θρησκευτικού βιώματος και από την άλλη με την προσπάθεια να καθοριστεί η συγκεκριμένη σχέση της θρησκείας με το σύνολο του πνευματικού πολιτισμού.
* * *
η
η επιστήμη που ερευνά τις θρησκείες από ιστορική, φιλοσοφική και ψυχολογική άποψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρησκεία + -λογία (< -λόγιος< λόγος), πρβλ. γλωσσο-λογία, ετυμολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον θεόφ. Καΐρη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θρησκειολογία — η επιστήμη που ερευνά τις θρησκείες από ιστορική και φιλοσοφική άποψη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θρησκειολογικός — ή, ό [θρησκειολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην θρησκειολογία …   Dictionary of Greek

  • Λεκατσάς, Παναγής — (Σταυρός Ιθάκης 1911 – Αθήνα 1970). Λόγιος και λογοτέχνης. Υπήρξε ο θεμελιωτής δύο νέων για την Ελλάδα επιστημών, της εθνολογίας και της συγκριτικής θρησκειολογίας. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά πολύ νωρίς στράφηκε στην αρχαία… …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • φιλολογία — Ιστορική επιστήμη, αντικείμενο της οποίας είναι η κριτική και η γραμματική εξέταση και η ερμηνεία των γραπτών εκείνων μνημείων –του παρελθόντος κυρίως– που αποτελούν την έκφραση του πνευματικού πολιτισμού ενός λαού. Πρέπει λοιπόν να διακριθεί ο… …   Dictionary of Greek

  • Νικήτας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Γότθος ευγενής, που καταγόταν από την Π/Λέρα από τον Ίστρο περιοχή. Μαρτύρησε στη φωτιά, έπειτα από διαταγή του άρχοντα των Γότθων Αθανάριχου, επί εποχής του Κωνσταντίνου του Μεγάλου. Η μνήμη του… …   Dictionary of Greek

  • θρησκειολογικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στη θρησκειολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θρησκειολόγος — ο, η θεολόγος που ασχολείται ειδικά με τη θρησκειολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”